- σιαλίς
- -ίδος, ἡ, Α1. είδος πτηνού2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «βλέννος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κύμινδ-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιαλίς — bird fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλίδων — σιαλίς bird fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλενδρίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. η σιαλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek